1 διουρέω
2 διουρέω
διούρησις
διουρητικός
1 διουρίζω
2 διουρίζω
δίουρος
διούσιος
διοφανής
Διοφάνης
Διοφάντειοι
Διόφαντος
διόφθαλμος
Διόφιλος
*ΔιϜοφύκτᾱς
Διοφῶν
Διοχαίτης
Διοχάρης
διοχετεία
διοχετεύω
διοχή
Διοχθώνδης
Διοχίτης
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοχλος
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
διπάγιον
διπαθής
Δίπαια
Διπαιεύς
δίπαις
διπαλαιστιαῖος
δῐπάλαιστος
διπαλτία
δίπαλτος
Διπανάμια
δίπας
διπάτωρ
δίπαχυς
διπέδητος
δίπεδος
δίπελμος
δίπεμπτον
διπενθημιμερής
διπενθημιμερικός
δίπετρος
διπηχυαῖος
δίπηχυς
διπλαγκιστρώδης
δῐπλάδιος
δῐπλάζω
δίπλαξ
διπλασιαζομένως
διπλασιάζω
διπλασίασις
διπλασίασμα
διπλασιασμός
διπλασιαστέον
διπλασιαστέος
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδιμερής
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιπενταμερής